Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Ο Αυθεντικός Μαραθώνιος της Αθήνας: 24.000 ιστορίες ζωής

γράφει ο Σπύρος Ζαφειρόπουλος,

Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού • Blogger

Ήμουν εκεί, στον τερματισμό του Αυθεντικού Μαραθώνιου της Αθήνας, κι όλα τα υπόλοιπα αποκτούσαν ένα πρόσθετο νόημα κυρίως για την ιστορία που ενυπάρχει στο παρασκήνιο και δεν φαίνεται με την πρώτη. 

Ο παιδικός φίλος που τον έβλεπα να κλείνει το δικό του κύκλο ήταν η αφορμή, όμως αυτό που με άγγιξε ήταν η αθόρυβη παρουσία χιλιάδων άλλων: πλάνα με δρομείς που φορούσαν πρόσθετα μέλη, άνθρωποι που είχαν χάσει δεκάδες κιλά για να σταθούν στη γραμμή εκκίνησης, ηλικιωμένοι που έφταναν στον σταθμό τερματισμού με την ίδια θέρμη που είχαν κάποτε, μεταμφιέσεις, χρώματα, προσωπικά σύμβολα.

Η διοργάνωση ενημέρωνε ότι για το 2025 πάνω από 24.000 δρομείς συμμετείχαν μόνο στον μαραθώνιο δρόμο και σχεδόν 50,000 στους παράλληλους αγώνες των 10 χλμ. περίπου. Και μέσα σε αυτόν τον αριθμό - εμφανώς «μαζικό», αλλά ουσιαστικά άπειροι μικροί κόσμοι αυτοί πίσω από το κάθε νούμερο - κρύβονται σιωπηρές αποφάσεις, κρυφές μάχες, προσωπικές «μάχες επιβίωσης».

Θυμάμαι τον φίλο μου να περνάει από το Παναθηναϊκό Στάδιο, το χέρι του υψωμένο, το βλέμμα του που έσβηνε, το πόδι σε κάθε σοκάκι της διαδρομής από τον Μαραθώνα στην Αθήνα – και στο πλήθος έβλεπα επίσης τον 88χρονο Πλούταρχο Πουρλιάκα που «έγραψε» τον 12ο του τερματισμό στην ηλικία των 88 χρονών, σε χρόνο 6 ώρες 31 λεπτά. Ένας άνθρωπος που λέει απλώς «μπορούμε όλοι να το κάνουμε, όσο το θέλουμε».

Η εικόνα του δρομέα που στέκεται μετά τον τερματισμό, το μετάλλιο στο λαιμό του, δεν σημαίνει απλώς το τέλος των 42,195 χλμ. Σημαίνει την αρχή ενός άλλου κεφαλαίου. Για κάποιον που ‘έχασε’ κιλά, για κάποιον που ‘απέκτησε’ δεύτερη ευκαιρία, για κάποιον που ‘αναστήθηκε’ μετά από ασθένεια, για κάποιον που έτρεχε επειδή το ήθελε το παιδί του, ή απλώς επειδή μια νύχτα αποφάσισε ότι «είμαι εδώ και δεν θα φοβηθώ». Δεν έχω τα ονόματα όλων, αλλά ήταν εκεί - στο καφέ πριν, στο λεωφορείο της εκκίνησης, στο δρόμο, λίγο πριν την εξέδρα τερματισμού, στο κλείσιμο της κάμερας - και ένιωσα τη βαρύτητα αυτού που κάνει ένας μαραθώνιος: δεν είναι μόνο η απόσταση. Είναι η ιστορία της απόφασης.

Κάθε δρομέας φέρει μαζί του ένα «γιατί». Και πολλοί έφεραν περισσότερα από ένα. Ο 20χρονος που έτρεξε για να τιμήσει τον πατέρα του που έφυγε, η γυναίκα που μετά από χρόνια εξαρτήσεων επέστρεψε στον δρομικό κόσμο, η γιαγιά με τις βαριές αναπνοές αλλά το χαμόγελο που δεν έφυγε. Το πλήθος των 24.000+ δεν είναι αριθμός, είναι κόσμος· και ο κόσμος αυτός κουβαλά ιστορίες. Ιστορίες που δεν γράφονται στο χρονομετρημένο έντυπο της διοργάνωσης αλλά στο βλέμμα τους στην "πύλη" τερματισμού, στο χέρι που υψώνεται από την ακλόνητη βούληση του «έφτασα».

Μετά τον τερματισμό του φίλου μου, κοίταξα γύρω. Οι προβολείς, οι χοροί, οι φωτογραφίες – και κάτι άλλο: η σιωπή πριν το χειροκρότημα, η ανάσα που κρατήθηκε, ο ιδρώτας που έγινε μέρος του σώματος, όχι μόνο του χρόνου της επίδοσης. Καθώς έφευγα, θυμήθηκα πως ο μαραθώνιος δεν έχει μόνο νικητές. Έχει ολοκληρωτές, αγωνιζόμενους, ανθρώπους που έγιναν καλύτεροι απλά γιατί δεν εγκατέλειψαν. Και τούτο με άγγιξε περισσότερο από κάθε ρεκόρ.

Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, το βλέμμα επιστρέφει σε εκείνη τη στιγμή-τερματισμού: σκέφτομαι τους χιλιάδες χωρίς κάποια επίδοση ρεκόρ στην πρώτη γραμμή – αλλά με την πιο σημαντική επίδοση: μέσα τους. Και αναρωτιέμαι: πόσες αφανείς ιστορίες θα χρειάζονταν για να γράψουμε ένα βιβλίο· πόσα «γιατί» θα έφταναν για να γεμίσουν το στάδιο; Και στο τέλος, μένει το ερώτημα που για μένα παραμένει το πιο συγκινητικό: είναι αυτή η στιγμή απλώς ένας τερματισμός ή μια αρχή;

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

Ηλεία: Ο σκύλος που κυνηγάει την ουρά του



γράφει ο Σπύρος Ζαφειρόπουλος, Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού & Σταδιοδρομίας, Blogger

Στην Ηλεία, ο σκύλος κυνηγάει ξανά την ουρά του. Αυτή τη φορά, αφορμή είναι το επικείμενο κλείσιμο των υποκαταστημάτων των ΕΛΤΑ σε διάφορες κοινότητες. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία – ή μάλλον, έτσι παρουσιάστηκε. Δήμοι, βουλευτές και αυτοδιοικητικοί παράγοντες δηλώνουν «αιφνιδιασμένοι». Όμως, το έργο αυτό έχει παιχτεί πολλές φορές. Πάντα κάτι κλείνει. Και πάντα η τοπική κοινωνία μαθαίνει τελευταία.

Η Ηλεία έχει μακρά λίστα από υπηρεσίες που χάθηκαν μέσα στα χρόνια, χωρίς να υπάρξει ουσιαστική προληπτική αντίδραση. Πανεπιστημιακές σχολές που μεταφέρθηκαν αλλού, εφορίες που συγχωνεύτηκαν, δικαστήρια που καταργήθηκαν. Κάθε φορά οι αντιδράσεις έρχονται καθυστερημένες, συχνά θεατρικές. Με ανακοινώσεις για «άμεσες συσκέψεις» και «δυναμικές παρεμβάσεις» που τελικά δεν ανατρέπουν τίποτα. Κι έτσι, ο νομός μένει με ένα ολοένα μικρότερο κράτος παρόν, σαν ένας οργανισμός που χάνει σταδιακά τα άκρα του χωρίς να καταλαβαίνει ότι το κέντρο του αποδυναμώνεται.

Το παράδειγμα των ΕΛΤΑ δεν είναι απλώς ένα ζήτημα ταχυδρομικής εξυπηρέτησης. Είναι συμβολικό μιας γενικότερης εγκατάλειψης. Στην Ανδρίτσαινα, στη Γαστούνη, στα Λεχαινά και στην Εφύρα, τα καταστήματα ετοιμάζονται να κατεβάσουν ρολά, με την επίσημη δικαιολογία της «αναδιάρθρωσης» και της «βιωσιμότητας». Δηλαδή, εφόσον δεν υπάρχει αρκετή «πελατεία», δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης. Μόνο που εδώ δεν μιλάμε για επιχείρηση αλλά για δημόσια υπηρεσία. Όταν το ταχυδρομείο μιας μικρής κοινότητας κλείνει, δεν κλείνει απλώς ένα γραφείο, αλλά ένα σημείο επαφής των κατοίκων με το κράτος. Ένα κομμάτι καθημερινότητας που αφορά ηλικιωμένους, μικροεπαγγελματίες, αγρότες, ανθρώπους που δεν μπορούν να μετακινούνται εύκολα. Οι αποφάσεις αυτές δεν λαμβάνονται με βάση την κοινωνική ανάγκη, αλλά το λογιστικό ισοζύγιο.

Η εικόνα αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Σύμφωνα με τη μελέτη της διαΝΕΟσις για την Ηλεία, ο νομός βρίσκεται σε διαρκή υποχώρηση. Ο πληθυσμός μειώνεται, η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή και οι δημόσιες δομές φθίνουν. Όσο η παρουσία του κράτους αραιώνει, τόσο ο πολίτης αισθάνεται πιο μόνος και η περιοχή πιο αποκομμένη από το κέντρο. Η συρρίκνωση των υπηρεσιών γίνεται έτσι ένας φαύλος κύκλος: λιγότερες υπηρεσίες, λιγότερη ζωή, λιγότερη προοπτική. Όταν ένα χωριό χάνει το ταχυδρομείο του, χάνει λίγο από την ψυχή του.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, οι αντιδράσεις των τοπικών φορέων έχουν αποκτήσει μια σχεδόν τελετουργική μορφή. Πρώτα η είδηση του κλεισίματος, ύστερα η οργή, μετά οι επιστολές στα υπουργεία, οι δηλώσεις στα μέσα, οι φωτογραφίες μπροστά από το κλειστό κτίριο. Κι έπειτα σιωπή. Μοιάζει με χορογραφία που επαναλαμβάνεται: όλοι γνωρίζουν τα βήματα, κανείς δεν αλλάζει τη μουσική. Το πιο ανησυχητικό είναι πως η χρονική καθυστέρηση των αντιδράσεων δεν μπορεί πια να αποδοθεί σε άγνοια. Οι πληροφορίες κυκλοφορούν νωρίτερα, οι φήμες φτάνουν γρήγορα, οι αποφάσεις προετοιμάζονται μήνες πριν. Κι όμως, κανείς δεν φαίνεται να κινητοποιείται εγκαίρως. Αυτό γεννά εύλογα την υπόνοια ότι κάποιοι ίσως γνωρίζουν, αλλά επιλέγουν να σιωπούν μέχρι να γίνει το αναπόφευκτο, ώστε έπειτα να έχουν χώρο για τα καθιερωμένα «κορκοδείλια δάκρυα».

Η συρρίκνωση των ΕΛΤΑ, όπως και κάθε άλλης δημόσιας υπηρεσίας, προβάλλεται ως τεχνοκρατική ανάγκη. Όμως πίσω από τα νούμερα κρύβονται πολιτικές επιλογές. Η περιφέρεια δεν είναι ποτέ «ασύμφορη» από μόνη της. Γίνεται ασύμφορη όταν της αφαιρείς τα εργαλεία για να αναπτυχθεί. Όταν ένα παιδί δεν έχει πρόσβαση σε σχολείο, ένας πολίτης σε δικαστήριο ή ένας αγρότης σε ταχυδρομείο, το μήνυμα είναι σαφές: ζεις σε τόπο δεύτερης κατηγορίας. Και τότε, όσοι μπορούν φεύγουν, όσοι μένουν προσαρμόζονται, κι όσοι έχουν εξουσία περιορίζονται στο να διαμαρτύρονται για την εικόνα που οι ίδιοι διαμόρφωσαν.

Στην Ηλεία, η ιστορία των κλεισιμάτων μοιάζει με κύκλο που δεν τελειώνει. Κάθε φορά το ίδιο σενάριο, οι ίδιες φράσεις, οι ίδιες υποσχέσεις ότι «θα το παλέψουμε». Μα η ουσία παραμένει: το κράτος αποσύρεται και κανείς δεν προλαβαίνει να το σταματήσει. Ίσως γιατί κανείς δεν θέλει πραγματικά να το σταματήσει. Και έτσι, ο σκύλος συνεχίζει να κυνηγάει την ουρά του, κουρασμένος αλλά επίμονος, σε έναν τόπο που μαθαίνει κάθε φορά πιο αργά ότι του παίρνουν κάτι ακόμη. Και τότε γεννάται το ερώτημα που δεν θέλει κανείς να διατυπώσει φωναχτά: ποιος θα αναλάβει επιτέλους την ευθύνη για τη σιωπηλή αυτή παρακμή;