Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα offline. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα offline. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Η νέα πολυτέλεια: Offline



γράφει ο Ιωάννης Πίμπας, ψυχολόγος

Παρατηρείται με αφορμή την στο εδώ και τώρα μόνιμη παρουσία του «αόρατου εχθρού» μια έξαρση και μια υπερπροσφορά από εικόνες. Μουσεία, θέατρα, διάφορα δρώμενα και σπίτια «ανοίγουν» τις πόρτες τους διαδικτυακώς και το ερώτημα που τίθεται είναι σε τι εξυπηρετεί ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Παρατηρείται ένα παράδοξο ενώ στον πραγματικό κόσμο έχει αρχίσει να επικρατεί μια σχετική ησυχία, στον εικονικό κόσμο των μίντια (είτε μαζικά μέσα ενημέρωσης είτε κοινωνικά δίκτυα) ο οπτικοακουστικός θόρυβος βρίσκεται στο απόγειό του.

Τόση κατανάλωση εικόνων ως «άλλες σταγόνες μητρικού γάλακτος», δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ ξανά μα κυρίως τόση υπερπροσφορά. Ως άλλα «καλά αντικείμενα», σα το μητρικό στήθος-τροφός, οι «εικόνες» δεν απογοητεύουν ποτέ συνεχίζοντας το αδιάκοπο τάισμα και αυτό έχει ως συνέπεια να μην δίνεται και να μην δημιουργείται «χώρος» για την θλίψη, τον θυμό και την ματαίωση τα οποία υπάρχουν (!) αλλά «αποσιωπώνται». Να σημειωθεί εδώ όμως ότι πρόκειται για συναισθηματικές καταστάσεις οι οποίες κρίνονται ως απαραίτητα συστατικά μιας υγιούς αναπτυξιακής πορείας προς την απαρτίωση, την συμβολική σκέψη, το βάθος και όχι μόνο.

Σε έναν κόσμο γεμάτο από εικόνες, με διαταραγμένους κοινωνικούς χρόνους και μια γενικευμένη παύση, υπάρχει ένα ατέρμονο παρόν χωρίς αρχή μέση και τέλος, με την ταυτόχρονη αποκοπή βλέμματος από την σκέψη. Αν η σκέψη τα τελευταία χρόνια ενοχλούσε, σήμερα, στο άλογο αυτό παρόν, η σκέψη φαίνεται πώς είναι απαγορευτική. Διότι η σκέψη, ο χρόνος της σκέψης είναι κατεξοχήν χρόνος αρνητικός, χρόνος του βάθους, της οδύνης και της ματαίωσης και μέσα από την διαδικασία της σκέψης τα εν λόγω συναισθήματα μεταβολίζονται και αποκτούν υπόσταση, νοηματοδοτούνται και αυτό είναι που δίνει την δύναμη για το προχώρημα. Εντούτοις, όπως υποστηρίζει ο αγαπημένος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν (2015), στην κοινωνία της θετικότητας δεν επιτρέπεται η αρνητικότητα, η οποία είναι αυτή όμως που τρέφει το πνεύμα, συνώνυμο του βάθους, θα έλεγε κανείς. Παρά ταύτα, στην κοινωνία της θετικότητας, τα πράγματα αποκτούν αξία μόνο όταν γίνονται ορατά, όταν γίνονται μια επιφάνεια δίχως βάθος.

Ίσως να υπάρχει μια εξήγηση ή και πολλές για αυτήν την αρχέγονη κατά τ’ άλλα ανάγκη-σχέση με την εικόνα-τροφό. Ο άνθρωπος μέσω του αντικατοπτρισμού, μέσω του βλέμματος του Άλλου έρχεται να επικυρώσει την ύπαρξη του και το προσωπικό του βάθος. Το μητρικό βλέμμα, κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του βρέφους, είναι αυτό που νοηματοδοτεί και συγκρατεί την εμπειρία του, επιβεβαιώνει την ύπαρξη του μέσα στο βλέμμα της. Και αν ειδωθεί διαφορετικά, μια θεατρική παράσταση, μια συναυλία, ένα δρώμενο γίνεται «παράσταση» - αποκτά υπόσταση - μέσω της απεύθυνσης σε ένα εξωτερικό βλέμμα, το βλέμμα του θεατή αλλιώς παραμένει μια πρόβα διαρκείας. Το δίχως εικόνα ισούται με το δίχως ιστορία, κατά συνέπεια παρατηρείται ένας διαρκής αγώνας παραμονής στο ορατό ως άλλος μηχανισμός άμυνας απέναντι στην πρωταρχική αγωνία του αφανισμού αγνοώντας όμως και μια άλλη βασική ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής, την ανάγκη για ιδιωτικότητα, για τον χρόνο με τον εαυτό δίχως το βλέμμα-παρατηρητή του Άλλου.

Επιστρέφοντας στον αρχικό προβληματισμό και την σχεδόν παντελή απουσία αναφορών σε συναισθήματα οδύνης, ματαίωσης, θυμού, στην απουσία, κατά πώς φαίνεται, εξερεύνησης και την αντικατάσταση αυτών με υπέρ κατανάλωση/υπερ προσφορά εικόνων - «συνταγών γεμίσματος χρόνου και παραμονής εντός της οικείας», αναρωτιέται κανείς ποια είναι η αιτία. Είναι μόνο η σχέση ανθρώπου εικόνας που έγινε λόγος παραπάνω;

Σε συνθήκες έντονου στρες και δυσφορίας, ο άνθρωπος έχει την τάση να αναζητά ένα πρόσωπο, μια «φιγούρα πρόσδεσης» από την οποία μπορεί να λάβει ανακούφιση. Από την στιγμή που θα δημιουργηθεί μια ασφαλής βάση, αυτή η αναζήτηση για το ανακουφίζον πρόσωπο σταματά και δίνεται η δυνατότητα για διερεύνηση της συνθήκης που προκάλεσε την εν λόγω δυσφορία και τα συνωδά συναισθήματα.

Το αν θα είναι ασφαλής ή ανασφαλής η βάση σύνδεσης και επικοινωνίας, αυτό εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχέσης/διάδρασης μεταξύ εκείνου που αναζήτησε την ανακούφιση και εκείνου που την προσέφερε. Η ασφαλής βάση δημιουργείται όταν υπάρχει ένα πρόσωπο αναφοράς που ανταποκρίνεται κατάλληλα στις εκάστοτε ανάγκες.

Σήμερα όμως παρατηρείται κάτι άλλο, διαφορετικό από την εναρμόνιση και την συνήχηση με τις ανάγκες που φέρνει συνήθως το κοινωνικό υποκείμενο που ενδεχομένως να αντικατοπτρίζει τους μέχρι τώρα κοινωνικούς δεσμούς που δημιουργούσε και αναπαρήγαγε.

Σήμερα παρατηρείται ένα «υπέρ». Η υπερ-προσφορά που υπερκαλύπτει και δεν αφήνει χώρο για επεξεργασία του αρνητικού, του οδυνηρού, του επώδυνου και αυτό αποτελεί ένδειξη μη ασφαλούς πρόσδεσης, σύνδεσης και επικοινωνίας. Σχετίζεται άλλοτε με την αποφυγή, άλλοτε με την αμφιθυμία και άλλοτε με την πλήρη αποδιοργάνωση. Και συνήθως η ένταση, ο θυμός, η επιθετικότητα σε μια τέτοια περίπτωση είτε μετατοπίζονται είτε αποκόπτονται ενώ μπορεί να παρατηρηθεί και αναστολή της ικανότητας για επεξεργασία και νοηματοδότηση. Σύμφωνα με την Θεωρία του Δεσμού, ένδειξη ασφαλής πρόσδεσης και κατ’ επέκταση υγιών δεσμών, είναι η δυνατότητα εξερεύνησης των συναισθημάτων που συνοδεύουν μια συνθήκη απώλειας ή στρες και το να συζητιέται και να επικοινωνείται ο θυμός και η ματαίωση. Άλλωστε, όπως υπενθυμίζει η Κρίστεβα (2000), το να δοθεί όνομα στον ψυχικό πόνο, «να εξυμνηθεί, να αναλυθεί στα εξ ων συνετέθη» σηματοδοτεί με σαφήνεια την διαδικασία επεξεργασίας και νοηματοδότησης μιας ψυχοπιεστικής συνθήκης, όπως είναι λόγου χάρη το πένθος, η απώλεια, το στρες. Διότι η ικανότητα για σκέψη σηματοδοτεί και την ικανότητα «κατευνασμού της ματαίωσης». Ο μιντιακός θόρυβος και ο θόρυβος των κοινωνικών δικτύων δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο!

Στο «εδώ και τώρα» όλες αυτές οι εικόνες σαφώς και συντροφεύουν σαφώς και παρηγορούν και σαφώς ανακουφίζουν. Τούτο δεν αμφισβητείται καθόλου. Αλλά αυτή η παροχή είναι προσωρινή!.. Τίθεται το ερώτημα αν όλο αυτό το φαινόμενο της υπερ-προσφοράς και υπερ-κατανάλωσης συνδέεται με την φράση «τρώω τα συναισθήματά μου» ως μια διαδικασία επεξεργασίας και κυρίως αποσιώπησης φορτισμένων συναισθηματικών καταστάσεων. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται μια ευγενική υπενθύμιση: «Η υπερ-πληροφόρηση και η υπερ-επικοινωνία μαρτυρούν έλλειψη αλήθειας, ακόμη και έλλειψη Είναι» αναφέρει ο Μπιουνγκ – Τσουλ Χαν.

Το “«κίνημα»: μετά θα λογαριαστούμε” το οποίο τυχαία έπεσε στην αντίληψη του γράφοντος, ενδεχομένως να εντάσσεται στην όλη προσπάθεια να μεταβολιστεί ο θυμός και η οδύνη με μάλλον έναν ανεπιτυχή τρόπο, όπως άλλωστε και άλλες κατά καιρούς προσπάθειες μεταβολισμού συναισθηματικών καταστάσεων που είχαν ή και έχουν επικοινωνηθεί μέσω τον κοινωνικών δικτύων εξυπηρετώντας την εν τέλει διατήρηση της κατά τ’ άλλα ενοχλητικής συνθήκης, ήτοι καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Και ο λόγος είναι διότι απλούστατα μεταθέτει σε ένα αόριστο «μετά» την διαχείριση της οδύνης, του πόνου, της ματαίωσης και του θυμού.

Μετά από τόση «τροφή» λοιπόν θα αναμένει κανείς όχι ανα-παραγωγή αλλά παραγωγή νέων πνευματικών και πολιτισμικών προϊόντων. Μια καλοπροαίρετη σκέψη είναι ότι όλη αυτή η τροφή θα αποτελέσει έναυσμα για προσωπικό χρόνο αναστοχασμού και δημιουργίας και όχι απλώς κατανάλωση εικόνων επιβεβαιώνοντας τις ρήσεις για πολίτες ενός εικονολαγνικού πολιτισμού όπου η εικόνα γίνεται διαμεσολαβητής και οργανωτής των ανθρώπινων σχέσεων, των όσων διαμείβονται και των αντίστοιχων προϊόντων τους.

Στο πλαίσιο ενός ήρεμου αναστοχασμού, με τα μάτια κλειστά, πάντα στον χρόνο της στιγμής και όχι στον χρόνο της αναμονής «Πότε θα σταματήσει όλο αυτό; Πώς θα γεμίσω τον χρόνο μου όσο περιμένω;» ίσως δοθεί ο χώρος για την δημιουργία νέων δεσμών πάνω σε μια ασφαλή βάση με τον Εαυτό αλλά και με τον Άλλον, διότι η εμπειρία του δεσμού αποτελεί και «προϊόν μιας κουλτούρας». Και όπως αναφέρει ο Holmes (2009) «Στην βάση αυτού του ασφαλούς δεσμού είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε τις αναπόφευκτες απώλειες και αποτυχίες, το αναγκαστικά παροδικό της ζωής και να αναγνωρίσουμε ότι, αν οι περιστάσεις μας το επιτρέψουν να θρηνήσουμε, να πενθήσουμε, τότε από την δυσκολία, μπορεί να έλθει μια νέα αρχή» (σελ.335)

Ένα τελευταίο ερώτημα που τίθεται προς τον γράφοντα από τον ίδιο τον γράφοντα: άραγε είναι ιδεολογικά και μεθοδολογικά σωστό να εξηγηθεί ένα τόσο ιδιαίτερο κοινωνικό και κατ’ επέκταση υπαρξιακό φαινόμενο που βιώνεται καθολικά σήμερα, με λέξεις δάνεια από τον τομέα της βρεφικής ανάπτυξης και ιδίως της αναπτυξιακής ψυχολογίας; Μήπως δημιουργείται μια «βρεφοποίηση» άνευ λόγου και αιτίας; Ο γράφων σε τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό του απλώς θα επικαλεστεί την ανάγκη του για επεξήγηση και στην ανάγκη αυτή καταφεύγει σε πιο οικείες λέξεις - «σταγόνες μητρικού γάλακτος» με ό,τι αυτό συνεπάγεται.


Με φιλικούς χαιρετισμούς,

Ιωάννης Κ. Πίμπας
Σε περίπτωση που υπάρξει ανάγκη για περαιτέρω αναζήτηση ή και δημιουργία αντίλογου αφορμή για το παραπάνω κείμενο αποτέλεσαν τα:

Τσαλίκογλου, Φ. (1999). Η ψυχολογία της καθημερινής ζωής- Η κουλτούρα του εφήμερου. Αθήνα: Καστανιώτη
Χαν, Μ.Τ. (2015). Η Κοινωνία της Διαφάνειας. Αθήνα: Opera
Debord, G. (2000). Η κοινωνία του θεάματος. Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη
Holmes, J. (2009). John Bowlby & H Θεωρία του Δεσμού. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα